- Κνιδιος
- ΚνίδιοςI3(ῐ) книдский
(χώρη Her.)
IIὅ житель Книда Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χώρη Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κνίδιος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… … Dictionary of Greek
Εύδοξος ο Κνίδιος — (Κνίδος 408 – 355 π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, γεωγράφος, γιατρός και φιλόσοφος. Η φήμη του ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό ονομάστηκε Ε. ο Ένδοξος. Ίδρυσε την ονομαστή σχολή της Κυζίκου και δίδαξε θετικές επιστήμες στην Ακαδημία… … Dictionary of Greek
Κνιδίαις — Κνίδιος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίη — Κνίδιος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίην — Κνίδιος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίης — Κνίδιος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνιδίους — Κνίδιος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνίδιαι — Κνίδιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κνίδιοι — Κνίδιος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ктесий — Книдский Κτησίας ο Κνίδιος Титульный лист издани … Википедия